Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

απώλεσε το

  • 1 εαω

         ἐάω
        эп. тж. εἰάω
        1) допускать, позволять, предоставлять
        

    (τινα φθινύθειν Hom.; τινα παθεῖν τι Soph.; οἱ μὲν κελεύοντες, οἱ δέ τινες οὐκ ἐῶντες Thuc.)

        αὐτονόμους ἐ. τινας Xen.разрешать кому-л. жить по своим законам;
        οὐκ ἐ. — не разрешать, запрещать, тж. отговаривать;
        κἂν μηδεὴς ἐᾷ Soph. — даже если никто не разрешит, т.е. несмотря на все запреты;
        οὐκ ἐ. τινα πείθεσθαί τινι Her.убеждать кого-л. не верить кому-л.;
        καίπερ οὐκ ἐώμενος Eur. — хотя это ему и запрещено;
        οὐ μελετῆσαι ἐασόμενοι Thuc.будучи обречены на бездействие

        2) предоставлять, уступать, отдавать
        

    (τινί τι Plut.)

        αὐτοῖς ἦν ἔρις Κρέοντι θρόνους ἐᾶσθαι Soph. — они наперебой предлагали, чтобы престол был отдан Креонту

        3) отпускать
        

    (τινα Hom.)

        4) оставлять, покидать, отказываться
        

    (χόλον θυμαλγέα Hom.; τινα ἄταφον Soph.; φιλοσοφίαν Plat.)

        χαίρειν ἐ. τι Arst.оставлять что-л. в покое;
        τὸ μὲν δώσει, τὸ δὲ ἐάσει (sc. δοῦναι) Hom. — одно он даст, а в другом откажет;
        ἄγε δέ καὴ ἔασον Hom. — перестань же, брось

        5) (тж. ἐ. σιγῇ Plat.) обходить молчанием, т.е. оставлять без внимания
        6) оставлять неприкосновенным, не трогать

    Древнегреческо-русский словарь > εαω

  • 2 οσσατιος

        3
        (= ὅσος См. οσος) сколь великий или многочисленный
        

    ὁσσάτιόν τε καὴ οἷον ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν! Hom. — скольких, да и каких погубил (Зевс) ахейцев!

    Древнегреческо-русский словарь > οσσατιος

  • 3 απολλύω

    (αόρ. απώλεσα) μετ. терять, лишаться;
    απώλεσε την περιουσία του он потерял всё имущество;

    απολλύομαι

    1) — гибнуть;

    2) исчезать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απολλύω

  • 4 εκτός

    επίρρ.
    1) β рази. знач вне; за пределами;

    εκτός της οικίας — вне дома;

    εκτός της πόλεως — вне города;

    εκτός συναγωνισμού — вне конкуренции;

    εκτός κινδύνου — вне опасности;

    εκτός βολής — вне досягаемости;

    εκτός αμφιβολίας — вне сомнения, без сомнения;

    εκτός νόμου — вне закона;

    εκτός πάσης υποψίας — вне всякого подозрения;

    εκτός κατηγορίας — невиновный;

    εικών εκτός κειμένου — приложенная к книге иллюстрация;

    εκτός τιμής — бесчестный, подлый, низкий;

    ο εκτός — внешний;

    ο εκτός κόσμος — объективный мир;

    2) кроме, исключая;

    εκτός από το ψωμί — кроме хлеба;

    εκτός του Πέτρου — кроме Петра; — за исключением Петра;

    απώλεσε το πάν εκτός της τιμής του — он потерял всё, кроме своей чести;

    § εκτός άν, εκτός εάν — или, εκτός μόνον άν — если только не..., разве только...;

    θα έρθω, εκτός άν αρρωστήσω — я приду (обязательно), если только не заболею;

    θα έρχομαι κάθε μέρα, εκτός εάν δεν θέλεις — я буду приходить к тебе каждый день, если только ты не возражаешь;

    εκτός τούτου — кроме того;

    εκτός πού — или εκτός (τού) ότι... — кроме того, что...; — мало того, что...;

    εκτός πού είναι μακρυά, είναι και πολύς ανήφορος — мало того, что это далеко, ещё и подъём крутой;

    εκτός όταν — кроме того случая, когда;

    θα,δρχομαι κάθε μέρα, εκτός όταν βρέχει — я буду приходить к тебе каждый день, если не будет дождя;

    εκτός τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;

    θέτω εκτός μάχης — выводить из строя; — лишать боеспособности;

    είναι εκτός εαυτού — он вне себя

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκτός

См. также в других словарях:

  • ἀπώλεσε — ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμεντσούκ — (Kremenchuk). Πόλη (234.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στην επαρχία Πολτάβα (28.800 τ. χλμ., 1.630.100 κάτ.). Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Δνείπερου. Στην πόλη λειτουργούν εργοστάσια μηχανοκατασκευών, αυτοκινήτων, κατασκευής… …   Dictionary of Greek

  • Λιντ — (Lied). Είδος τραγουδιού με συνοδεία πιάνου, το οποίο αναπτύχθηκε στις γερμανόφωνες χώρες του 19ου αι. Από τον 12ο αι. το Λ. αναπτύχθηκε ως μουσική σύνθεση, που αναφέρεται εξίσου στη λαϊκή (Volkslied) και στην έντεχνη (Kunstlied), στη μονοφωνική… …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • ἀπώλεσ' — ἀπώλεσα , ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 1st sg ἀπώλεσε , ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»